-
1 εὐ-σύν-ετος
εὐ-σύν-ετος, 11 gut einsehend, leicht begreifend, neben συνετός, Arist. Eth. 6, 10; ταῖς ξυμφοραῖς οἱ αὐτοὶ εὐξυνετώτερον ἂν προςφέροιντο Thuc. 4, 18. – 21 leicht verständlich, εὐξύνετον ξυνετοῖσι βοάν Eur. I. T. 1092.
1 εὐ-σύν-ετος
εὐ-σύν-ετος, 11 gut einsehend, leicht begreifend, neben συνετός, Arist. Eth. 6, 10; ταῖς ξυμφοραῖς οἱ αὐτοὶ εὐξυνετώτερον ἂν προςφέροιντο Thuc. 4, 18. – 21 leicht verständlich, εὐξύνετον ξυνετοῖσι βοάν Eur. I. T. 1092.